- πρασινωπός
- -ή, -όο λίγο πράσινος, ο κάπως πράσινος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρασινωπός — ή, ό, Ν αυτός που έχει όψη ή απόχρωση προς το πράσινο, πρασινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ωπός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1794 στον Αντ. Κορωνιό] … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
έγχλωρος — ἔγχλωρος, ον (Α) πρασινωπός … Dictionary of Greek
διάχλωρος — διάχλωρος, ον (Α) 1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος 2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος) … Dictionary of Greek
λαχανής — ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα τού λαχάνου, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + κατάλ. ής, δηλωτική χρώματος (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] … Dictionary of Greek
λαχανοειδής — ές (AM λαχανοειδής, ές) [λάχανον] αυτός που μοιάζει με λάχανο κατά το χρώμα, πρασινωπός … Dictionary of Greek
λευκόχλωρος — λευκόχλωρος, ον (Α) λευκός και χλωρός συγχρόνως, πρασινωπός … Dictionary of Greek
μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
μιξόχλωρος — μιξόχλωρος, ον (Α) (για το χρώμα τού δέρματος) πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + χλωρός (πρβλ. υδατό χλωρος)] … Dictionary of Greek
πρασινοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, πράσινος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ειδής*] … Dictionary of Greek